- ηθικοθρησκευτικός
- -ή, -ό αυτός που αναφέρεται στην ηθική και στη θρησκεία ή στη θρησκευτική ηθική («ηθικοθρησκευτικές ομιλίες»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ηθικός + θρησκευτικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Αναστ. Πολυζωΐδη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.